000 02602nam a22002297a 4500
005 20211020121824.0
008 200913s2012 gr |||g |||| 000 p gre d
020 _a9789604024162
040 _aKOUNDOUR
_bgre
_cKOUNDOUR
041 0 _agre
044 _cGR
082 0 _a889.17
_219η
100 1 _4aut
_960124
_aΠρατικάκης, Μανόλης,
_d1943-
245 1 0 _aΚιβωτός /
_cΜανόλης Πρατικάκης.
250 _a1η έκδ.
260 _aΑθήνα :
_bΤυπωθήτω / Δαρδανός,
_cc2012.
300 _a98 σ. ;
_c26 εκ.
490 0 _aΛάλον ύδωρ ;
_v52
520 _aΤο Μύρτος με γέννησε. Αυτός ο νωχελικός, αισθησιακός τόπος του Νότου, που διαμόρφωσε την ποιητική μου θερμοκρασία. Οι ευωδιές του γέμισαν μελωδίες το πνευστό μου στήθος. Αυτά έδωσαν μιαν υφάλμυρη υγρασία στη συνείδησή μου. Κι όταν ακόμα λείπω, όλος αυτός ο κόσμος (και με ότι η φαντασία έχει προσθέσει ή αφαιρέσει) ταξιδεύει μαζί μου. Ο πατέρας κάτω από το λουξ με τ' αμίαντο να φωσφορίζει σαν μικρός αστεροειδής στην κάμαρα. Κι η μητέρα ανοίγοντας πιέτες αισθημάτων με το υπομονετικό της σίδερο. Δεν έχουν τέλος, είπε, αυτά τα κύματα. Αυτός ο άνεμος που συλλαβίζεις. Κι οι ακάθιστοι γλάροι, μέσα στους θόλους του γαλάζιου, σαν ωραία αναλόγια που τα ξεφυλλίζει ο αέρας και τα μελετά μ' ένα γέλιο μπλε ο μικρότερος ψάλτης των νερών. Με τα θαλασσινά κρινάκια να βλασταίνουν στις ακρογιαλιές του νου μας δηλ. εκεί που μόλις σύρθηκαν πίσω τα νερά. Ψηλαφώντας πέτρες και σπαρτά γνώρισα τα χέρια μου. Σηκώνοντας το μεγάλο μπλε τραπεζομάντιλο της θάλασσας άγγιξα της Σιωπής το όστρακο. Κι από εκεί αντίχησαν ως το δικό μου τα κρυμμένα βογγητά του Ωκεανού. ..
650 7 _aΝεοελληνική ποίηση.
_94289
942 _2ddc
_cBOOK
999 _c18483
_d18483